Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάδος
1 εγγραφή
κάδος ο [káδos] Ο18 : μεγάλο δοχείο από ξύλο ή από μέταλλο για διάφορες χρήσεις: ~ για γάλα / για νερό. ~ απορριμμάτων. || το κυλινδρικό δοχείο του ηλεκτρικού πλυντηρίου, όπου τοποθετούνται τα ρούχα.

[λόγ.(;) < αρχ. κάδος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες