Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ισημερινός
2 items total [1 - 2]
ισημερινός ο [isimerinós] Ο17 : (αστρον., γεωγρ.) ο νοητός κύκλος που τέμνει τη γήινη σφαίρα σε δύο ίσα ημισφαίρια, στο βόρειο και στο νότιο: Tο μήκος του γήινου ισημερινού υπολογίζεται σε σαράντα εκατομμύρια μέτρα περίπου. || ο αντίστοιχος κύκλος οποιουδήποτε άλλου ουράνιου σώματος: Ο ~ του Ήλιου / της Σελήνης. || Ουράνιος ~, ο αντίστοιχος κύκλος της ουράνιας σφαίρας.

[λόγ. < ελνστ. ἰσημερινός (για τον ουράνιο ισημερινό), ουσιαστικοπ. αρσ. του αρχ. επιθ. ἰσημερινός `που αναφέρεται στην ισημερία΄]

ισημερινός -ή -ό [isimerinós] Ε1 : (αστρον., γεωγρ.) που αναφέρεται στον ισημερινό: ~ κύκλος, ισημερινός. Iσημερινές χώρες, που βρίσκονται κοντά στον ισημερινό. Iσημερινή χλωρίδα, των ισημερινών χωρών.

[λόγ. επίθ. < ουσ. ισημερινός σημδ. γαλλ. équatorial]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go