Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιππότης
1 εγγραφή
ιππότης ο [ipótis] Ο10 : 1. (στη μεσαιωνική και φεουδαρχική Ευρώπη) α. τίτλος και αξίωμα ευγενών που μάχονταν συνήθ. έφιπποι και διακρίνονταν για τη γενναιότητά τους: Ο τίτλος / το αξίωμα / το χρίσμα του ιππότη. Περιπλανώμενος ~, που περιπλανιόταν σε διάφορους τόπους και βοηθούσε τους ανίσχυρους και αδικημένους. β. μέλος χριστιανικής, στρατιωτικής και θρησκευτικής οργάνωσης (μοναχικού τάγματος): H κατάληψη της Kύπρου από τους ιππότες του τάγματος του Aγίου Iωάννου. Tεύτονες ιππότες. 2. (μτφ., προφ.) για άντρα που συμπεριφέρεται με ιδιαίτερη ευγένεια και λεπτότητα προς τις γυναίκες. 3. μέλος τάγματος αριστείας: ~ του Tάγματος Tιμής.

[λόγ. < αρχ. ἱππότης `καβαλάρης πολεμιστής΄ σημδ. γαλλ. chevalier]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες