Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ιδίως
1 item total
ιδίως [iδíos] επίρρ. τροπ. : περισσότερο, προπάντων· (πρβ. ιδιαίτερα): Φταίνε όλοι, ~ όμως εσύ. Nα ακούς τους μεγαλυτέρους και ~ τους γονείς σου. Θα τον μισήσεις, ~ αν μάθεις τι λέει για σένα.

[λόγ. < αρχ. ἰδίως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go