Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ιδίως [iδíos] επίρρ. τροπ. : περισσότερο, προπάντων· (πρβ. ιδιαίτερα): Φταίνε όλοι, ~ όμως εσύ. Nα ακούς τους μεγαλυτέρους και ~ τους γονείς σου. Θα τον μισήσεις, ~ αν μάθεις τι λέει για σένα.
[λόγ. < αρχ. ἰδίως]



