Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: θνητότητα
1 item total
θνητότητα η [θnitótita] Ο28 : 1. η ιδιότητα του θνητού. 2. (στατ.) η συχνότητα των θανάτων ανάμεσα σε άτομα που έχουν προσβληθεί από την ίδια νόσο: H ~ από τις λοιμώξεις έχει μειωθεί στο ελάχιστο.

[λόγ. < ελνστ. θνητότης, αιτ. -ητα `το να είναι κανείς θνητός΄ σημδ. γαλλ. mortalité]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go