Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- θλίβω [θlívo] -ομαι Ρ4 μππ. θλιμμένος* : (ενεργ., κυρ. στο γ' πρόσ., σε ύφος συναισθηματικά φορτισμένο) προκαλώ θλίψη: Mε θλίβει η αδιαφορία σου για μένα / η ηθική κατάπτωση της νεολαίας / το γεγονός ότι η πείρα μου δεν μπόρεσε να σε βοηθήσει, με λυπεί. || (παθ.) αισθάνομαι θλίψη: Θλίβομαι όταν βλέπω τόση δυστυχία γύρω μου.
[αρχ. θλίβω]



