Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: θλίβω
1 item total
θλίβω [θlívo] -ομαι Ρ4 μππ. θλιμμένος* : (ενεργ., κυρ. στο γ' πρόσ., σε ύφος συναισθηματικά φορτισμένο) προκαλώ θλίψη: Mε θλίβει η αδιαφορία σου για μένα / η ηθική κατάπτωση της νεολαίας / το γεγονός ότι η πείρα μου δεν μπόρεσε να σε βοηθήσει, με λυπεί. || (παθ.) αισθάνομαι θλίψη: Θλίβομαι όταν βλέπω τόση δυστυχία γύρω μου.

[αρχ. θλίβω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go