Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: θερμίδα
1 item total
θερμίδα η [θermíδa] Ο26 : 1. (φυσ.) μονάδα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των ποσοτήτων της θερμότητας· καλορί: Mικρή ~. Mεγάλη ~, που είναι ίση με χίλιες μικρές θερμίδες. 2. (φυσιολ.) η παραπάνω μονάδα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ενεργειακής αξίας των τροφών: Tροφές πλούσιες / φτωχές σε θερμίδες. Ο άντρας καταναλίσκει περισσότερες θερμίδες από τη γυναίκα.

[λόγ. θερμ(ός) -ίς > -ίδα μτφρδ. γαλλ. calorie και διεθ. calory]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go