Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ησυχαστής
1 εγγραφή
ησυχαστής ο [isixastís] Ο7 : μοναχός, οπαδός του ησυχασμού.

[λόγ. < μσν. ησυχαστής (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἡσυχαστής `ερημίτης΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες