Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ηπατικός
1 item total
ηπατικός -ή -ό [ipatikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στο ήπαρ: Hπατικές εξετάσεις / διαταραχές.

[λόγ. < ελνστ. ἡπατικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go