Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ημικύκλιο
1 item total
ημικύκλιο το [imikíklio] Ο40 : το καθένα από τα δύο τμήματα στα οποία χωρίζει τον κύκλο η διάμετρος. || Kάθισαν σε ~, ημικυκλικά.

[λόγ. < αρχ. ἡμικύκλιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go