Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ημίχρονο
1 εγγραφή
ημίχρονο το [imíxrono] & ημιχρόνιο το [imixrónio] Ο40 : το καθένα από τα δύο ίσα τμήματα στα οποία χωρίζεται ο χρόνος ενός ομαδικού αθλητικού παιχνιδιού: Ο διαιτητής σφύριξε τη λήξη του πρώτου ημιχρόνου. Kαι τα δύο γκολ μπήκαν στο δεύτερο ~. || (επέκτ.) ολιγόλεπτο διάλειμμα στη μέση διάφορων αθλητικών αγώνων: Θα τα πούμε στο ~.

[λόγ. ημι- + χρόν(ος) -ον μτφρδ. αγγλ. half-time· λόγ. ημι- + χρόν(ος) -ιον μτφρδ. αγγλ. half-time]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες