Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζύμωση η [zímosi] Ο33 : 1. (χημ.) το φαινόμενο κατά το οποίο σύνθετες οργανικές ουσίες αποσυντίθενται, σε απλούστερα ως προς τη σύνθεσή τους προϊόντα, με αργό ρυθμό και αναπτύσσοντας αέρια και αυτοθέρμανση: Aλκοολική ή οινοπνευματική ~. Γαλακτική* ~. Bουτυρική* ~. 2. (μτφ.) κίνηση, ενέργειες ή δραστηριότητες (συνήθ. όχι εμφανείς και σε ορισμένο τομέα της κοινωνικής ζωής) που προετοιμάζουν ένα γεγονός ή μια νέα κατάσταση: Πολιτικές / ιδεολογικές ζυμώσεις.
[λόγ. < αρχ. ζύμω(σις) -ση]