Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζαχαροπλαστική
1 εγγραφή
ζαχαροπλαστική η [zaxaroplastikí] Ο29 : η τέχνη της παρασκευής γλυκισμάτων: Εργαστήριο ζαχαροπλαστικής. Συνταγές ζαχαροπλαστικής. Είδη ζαχαροπλαστικής. Kρέμα ζαχαροπλαστικής. «Οδηγός μαγειρικής - ζαχαροπλαστικής».

[λόγ. ζαχαροπλάστ(ης) -ική, θηλ. του -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες