Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ευδαιμονία η [evδemonía] Ο25 : ευτυχία συνήθ. πολύ έντονη: Bρίσκεται σε κατάσταση ευδαιμονίας. || συνεχής ψυχική ηρεμία: Ένας συνεχής αγώνας για ηθική τελείωση και ~.
[λόγ. < αρχ. εὐδαιμονία]



