Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εφίδρωση
1 item total
εφίδρωση η [efíδrosi] Ο33 : (φυσιολ.) έκκριση ιδρώτα από τους ιδρωτοποιούς αδένες, σε όλη την επιφάνεια του σώματος των ανθρώπων ή των ζώων: Ορισμένες παθολογικές καταστάσεις προκαλούν έντονη ~.

[λόγ. < ελνστ. ἐφίδρω(σις) `επιφανειακός ιδρώτας΄ -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go