Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- εφίδρωση η [efíδrosi] Ο33 : (φυσιολ.) έκκριση ιδρώτα από τους ιδρωτοποιούς αδένες, σε όλη την επιφάνεια του σώματος των ανθρώπων ή των ζώων: Ορισμένες παθολογικές καταστάσεις προκαλούν έντονη ~.
[λόγ. < ελνστ. ἐφίδρω(σις) `επιφανειακός ιδρώτας΄ -ση]



