Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ευστροφία
1 item total
ευστροφία η [efstrofía] Ο25 : η ιδιότητα του εύστροφου, η ταχύτητα αντίληψης και αντίδρασης: H λύση του προβλήματος δεν απαιτούσε μόνο γνώσεις αλλά και ~. Έχει ~ (πνεύματος). Aπάντησε με πολλή ~.

[λόγ. < ελνστ. εὐστροφία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go