Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ετοιμάζω
1 εγγραφή
ετοιμάζω [etimázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.κάνω κτ., με προεργασία, να μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατάλληλα, να επιτελέσει κπ. σκοπό ή να εκπληρώσει κπ. προορισμό: Ετοίμασα τις βαλίτσες για το ταξίδι. Nα ετοιμάσουμε το δωμάτιο για τους ξένους. Ετοιμάζει το σπίτι για τις γιορτές. β. (για φαγητό, γλυκό κτλ.) παρασκευάζω, κάνω ό,τι απαιτείται, ώστε να είναι έτοιμο τον κατάλληλο χρόνο για κατανάλωση: H μαμά ετοιμάζει φαγητό για το μεσημέρι. Ετοίμασα το γλυκό και θα το βάλω αμέσως στο φούρνο. Είναι δύσκολο να ετοιμάσεις γεύμα για δεκαπέντε άτομα. Ετοίμασέ μου, σε παρακαλώ, ένα ποτό. 2α. σχεδιάζω από προηγουμένως τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν, για να πραγματοποιηθεί κάποιος σκοπός: Για να αρχίσουμε να ετοιμαζόμαστε για το ταξίδι, πρέπει να βγάλουμε πρώτα διαβατήρια. Ετοιμάζουμε το γάμο, παράλληλα όμως πρέπει να βγάλουμε και τις άδειες. β. οργανώνω: Ετοιμάζεται θριαμβευτική υποδοχή για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ετοιμάζει πόλεμο / εκστρατεία εναντίον τους. H κυβέρνηση ετοιμάζει τη χώρα για πόλεμο. γ. φροντίζω να γίνουν με τον καλύτερο τρόπο οι προετοιμασίες, να τακτοποιηθούν οι λεπτομέρειες σχεδίου, υπόθεσης κτλ.: ~ την ομιλία μου για το συνέδριο και δεν έχω χρόνο. Ετοίμασε καλά την απολογία του και θα αντιμετωπίσει με θάρρος τους δικαστές. || Ετοιμάζει τα αυριανά του μαθήματα / τη διδακτορική του διατριβή. 3. για γεγονός (ευχάριστο ή δυσάρεστο) που υποψιαζόμαστε ότι μπορεί να συμβεί: Οχ! Ποιος ξέρει τι μας ετοίμασε πάλι! Σου ~ μια έκπληξη, επιφυλάσσω. 4. (για πρόσ.) α. καθιστώ κπ. ικανό ή έτοιμο από πριν για μια ενέργεια που θα συμβεί: Kάθε πρωί ετοιμάζει τα παιδιά της για το σχολείο. Ετοιμαστείτε για επιβίβαση / για την απογείωση. β. φροντίζω να διδάξω, να πληροφορήσω, να εξασκήσω κτλ. κπ., έτσι ώστε να μπορέσει να διακριθεί ή να αντιμετωπίσει μια δυσκολία, κατάσταση κτλ.: Tους ετοιμάζει ο καθηγητής για τις Πανελλαδικές. Δεν ήμασταν ετοιμασμένοι για τόσο μακροχρόνια λιτότητα. Οι αρσιβαρίστες μας ετοιμάστηκαν πολύ καλά για τους ολυμπιακούς αγώνες. 5. (παθ.) α. αρχίζω μια διαδικασία για να αντιμετωπίσω κτ. ή για να πραγματοποιήσω κτ.: Δεν κάθισα με σταυρωμένα χέρια· ετοιμάστηκα να αμυνθώ. Ετοιμαζόταν να φύγει από την εκδήλωση. β. είμαι, βρίσκομαι λίγο πριν από την πραγματοποίηση μιας ενέργειας: Ενώ ετοιμαζόμουν να φύγω, χτύπησε το τηλέφωνο. Ετοιμαζόταν να πηδήξει στο κενό. || για ψυχική προετοιμασία: Mην ετοιμάζεσαι άδικα, δε θα βγούμε απόψε. γ. περιποιούμαι τον εαυτό μου, προετοιμάζομαι για έξοδο: Περίμενε, μη φεύγεις· ετοιμάζομαι κι έρχομαι. 6. δημιουργώ κατάλληλες συνθήκες για να δεχτεί κάποιος κτ.: Έπρεπε να τον ετοιμάσουν πριν του ανακοινώσουν την απόλυσή του. Ετοιμάσου να ακούσεις τα νέα. Δε μας είχε ετοιμάσει για τέτοιες εξελίξεις. || Δεν ετοιμαστήκαμε καλά για να γίνουμε ισότιμα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είχαμε την κατάλληλη υποδομή.

[αρχ. ἑτοιμάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες