Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερωτώ
1 εγγραφή
ερωτώ [erotó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : (λόγ.) ρωτώ: Ερωτάται ο κ. υπουργός για τη θέση της κυβέρνησης στο συγκεκριμένο ζήτημα, του απευθύνεται η συγκεκριμένη ερώτηση.

[λόγ. < αρχ. ἐρωτῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες