Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ερωτηματικός -ή -ό [erotimatikós] Ε1 : α.που εκφράζει ερώτηση: Στον προφορικό λόγο η ερώτηση διακρίνεται από τον ερωτηματικό τόνο της φωνής. || (γραμμ.): Ερωτηματικό επίρρημα. Ερωτηματική αντωνυμία / πρόταση. || (ως ουσ.) το ερωτηματικό*. β. που εκφράζει απορία· απορημένος: Ερωτηματικό βλέμμα / ύφος.
ερωτηματικά ΕΠIΡΡ: Tον κοίταξε ~. [λόγ. < ελνστ. ἐρωτηματικός]



