Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εράνισμα
1 item total
εράνισμα το [eránizma] Ο49 : (λόγ.) φράση, χωρίο κτλ., συνήθ. με ορισμένο περιεχόμενο, που επιλέγει κάποιος από το κείμενο στο οποίο βρίσκεται: Ερανίσματα από τον Όμηρο / από τη Bίβλο.

[λόγ. ερανισ- (ερανίζομαι) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go