Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επτάγωνο
1 εγγραφή
επτάγωνος -η -ο [eptáγonos] & εφτάγωνος -η -ο [eftáγonos] Ε5 : (για γεωμετρικό σχήμα) που έχει εφτά γωνίες. || (ως ουσ.) το επτάγωνο & το εφτάγωνο, γεωμετρικό σχήμα με εφτά γωνίες και εφτά πλευρές.

[λόγ. < ελνστ. ἑπτάγωνος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες