Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιστατώ
1 εγγραφή
επιστατώ [epistató] -ούμαι Ρ10.9 : επιβλέπω την εκτέλεση μιας ομαδικής εργασίας: Στη δουλειά επιστατούσε ο ίδιος ο ιδιοκτήτης του κτήματος. Πάω να επιστατήσω στο μαγειρείο.

[λόγ. < αρχ. ἐπιστατῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες