Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- επινόημα το [epinóima] Ο49 : το αποτέλεσμα του επινοώ και ιδίως το δημιούργημα της φαντασίας: Ένα ποιητικό / δραματικό ~. || (πλεοναστικά) Aυτά είναι επινοήματα της φαντασίας.
[λόγ. < ελνστ. ἐπινόημα, αρχ. σημ.: `σχέδιο΄]



