Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επιληψία
1 item total
επιληψία η [epilipsía] Ο25 : χρόνια πάθηση του νευρικού συστήματος, η οποία εκδηλώνεται κατά διαστήματα με κρίσεις που χαρακτηρίζονται κυρίως από απώλεια της συνείδησης και σπασμούς· σεληνιασμός: Aίτια / συμπτώματα / θεραπεία της επιληψίας. Kρίση επιληψίας.

[λόγ. < αρχ. ἐπιληψία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go