Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επαχθής
1 item total
επαχθής -ής -ές [epaxθís] Ε10 : (λόγ.) πολύ βαρύς και γι΄ αυτό δυσβάστακτος: ~ φορολογία. Επαχθές καθήκον. Yποχρεώθηκε να συνθηκολογήσει με όρους επαχθέστατους. επαχθώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἐπαχθής, ἐπαχθῶς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go