Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επαναπροσδιορίζω
1 item total
επαναπροσδιορίζω [epanaprozδiorízo] -ομαι Ρ2.1 : προσδιορίζω εκ νέου: Πρέπει να επαναπροσδιοριστούν τα κριτήρια επιλογής.

[λόγ. επανα- προσδιορίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go