Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επαναδιαπραγματεύομαι
1 item total
επαναδιαπραγματεύομαι [epanaδiapraγmatévome] Ρ5.1β : διαπραγματεύομαι εκ νέου.

[λόγ. επανα- διαπραγματεύομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go