Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επαινώ
1 item total
επαινώ [epenó] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. επαινέθηκα, απαρέμφ. επαινεθεί : εκφράζω επιδοκιμασία για κπ. ή για κτ. συνήθ. με στόχο την ηθική του ικανοποίηση. ANT ψέγω: ~ κπ. για την τιμιότητά του. Επαινεί την εργατικότητα των υπαλλήλων του αλλά δεν την επιβραβεύει. Οι καλές πράξεις επαινούνται από όλους, δυστυχώς όμως δε βρίσκουν μιμητές.

[λόγ. < αρχ. ἐπαινῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go