Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επαΐων
1 item total
επαΐων ο [epaíon] Ο (βλ. Ε12) : (λόγ.) ο ειδήμονας, ο ειδικός: Δεν είμαι αρμό διος· οι επαΐοντες θα μας πουν λεπτομέρειες.

[λόγ. < αρχ. ἐπαΐων]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go