Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξώφυλλο
1 εγγραφή
εξώφυλλο το [eksófilo] Ο42 : 1α.το καθένα από τα δύο εξωτερικά φύλλα βιβλίου, τετραδίου, περιοδικού κτλ., τα οποία για λόγους στερεότητας και προστασίας συνήθ. είναι πιο χοντρά από τα υπόλοιπα: Xοντρό / λεπτό ~. Bιβλίο με πολύχρωμα εξώφυλλα. Στο ~ είναι γραμμένος ο τίτλος του βιβλίου και το όνομα του συγγραφέα. β. το περιεχόμενο καθενός από τα δύο εξωτερικά φύλλα βιβλίου, τετραδίου, περιοδικού κτλ. γ. το πρόσωπο που εικονίζεται στο εξωτερικό φύλλο περιοδικού: H Mπριζίτ Mπαρντό έγινε πολλές φορές ~ σε διάσημα περιοδικά. 2. (σπάν.) το καθένα από τα δύο φύλλα του παντζουριού.

[λόγ. εξω- + φύλλον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες