Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εξτρεμισμός
1 item total
εξτρεμισμός ο [ekstremizmós] Ο17 : αρνητικός χαρακτηρισμός κάθε πολιτικής, η οποία συνίσταται σε υποστήριξη ή εφαρμογή ακραίων απόψεων: Πολιτικός ~. Ο ~ της δεξιάς / της αριστεράς παράταξης. || (επέκτ.) για άλλες απόψεις ή δραστηριότητες που χαρακτηρίζονται από υπερβολή και άρνηση συμβιβασμού: Kοινωνικός / θρησκευτικός ~.

[λόγ. < γαλλ. extrém isme (-isme = -ισμός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go