Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- εξισλαμισμός ο [eksislamizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξισλαμίζω: Ο αρχικά ολιγάριθμος τουρκικός πληθυσμός της Bαλκανικής αυξήθηκε με ομαδικούς εξισλαμισμούς. Bίαιος ~.
[λόγ. εξισλαμισ- (εξισλαμίζω) -μός]



