Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαμελής
1 εγγραφή
εξαμελής -ής -ές [eksamelís] Ε10 : που αποτελείται από έξι μέλη: Mία ~ οικογένεια / συμμορία / επιτροπή. Aεροπλάνο με εξαμελές πλήρωμα.

[λόγ. εξα- + -μελής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες