Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εντρύφημα
1 item total
εντρύφημα το [endrífima] Ο49 : (λόγ.) α. ό,τι προσφέρει ιδιαίτερη πνευματική απόλαυση, ευχαρίστηση. β. πνευματικό έργο που είναι αποτέλεσμα εντρύφησης.

[λόγ. < ελνστ. ἐντρύφημα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go