Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενενήντα
5 εγγραφές [1 - 5]
ενενήντα [enenínda] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1.που δηλώνει ένα σύνολο από ενενήντα (90) μονάδες: ~ δραχμές / χιλιάδες / εκατομμύρια. ~ μέρες. || (αντί του τακτικού ενενηκοστός): Nα ανοίξεις το βιβλίο στη σελίδα ~, στην ενενηκοστή σελίδα. 2. (ως ουσ.) το ενενήντα: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δύο φορές το ~ κάνει εκατόν ογδόντα. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό ενενήντα: Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο ενενήντα. γ. το ΄90 (΄90), αντί 1990: H δεκαετία / η γενιά του ~. Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. στα / τα ~, για ηλικία ενενήντα (περίπου) χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Πάτησε / έφτασε τα ~.

[μσν. ενενήντα < αρχ. ἐνενήκοντα απλολ. κατά το τριάντα]

ενενηντάρης ο [enenindáris] Ο11 θηλ. ενενηντάρα [enenindára] Ο25α & ενενηντάρισσα [enenindárisa] Ο27 : για πρόσωπο που έχει ηλικία (περίπου) ενενήντα ετών. || (ως επίθ.) ενενηντάχρονος.

[ενενήντ(α) -άρης· ενενηντάρ(ης) -α· ενενηντάρ(ης) -ισσα]

ενενηντάρι το [enenindári] Ο44 : (οικ.) 1. σύνολο από ενενήντα ομοειδείς μονάδες, συνήθ. για χρηματικό ποσό: Mας στοιχίζει ένα ~ το μήνα, ενενήντα χιλιάδες. 2. μηχανάκι ενενήντα κυβικών. ενενηνταράκι το YΠΟKΟΡ.

[ενενήντ(α) -άρι]

ενενηνταριά η [enenindarjá] Ο24 : (οικ.) καμιά ~, περίπου ενενήντα: Δεν τα μέτρησα, αλλά θα ΄ταν καμιά ~.

[ενενήντ(α) -αριά]

ενενηντάχρονος -η -ο [enenindáxronos] Ε5 : α.που έχει διάρκεια ενενήντα ετών. β. που έχει ηλικία (περίπου) ενενήντα ετών: ~ γέρος. || (ως ουσ.) ο ενενηντάχρονος, θηλ. ενενηντάχρονη, ο ενενηντάρης. γ. (ως ουσ.) τα ενενηντάχρονα, η επέτειος για τη συμπλήρωση ενενήντα χρόνων από κάποιο γεγονός.

[λόγ. ενενήντα + -χρονος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες