Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενδυναμώνω
1 εγγραφή
ενδυναμώνω [enδinamóno] -ομαι Ρ1 : (λόγ.) α. δυναμώνω, ενισχύω κτ. β. (μτφ.) ενισχύω κπ. ψυχικά, τον ενθαρρύνω.

[λόγ. < ελνστ. ἐνδυναμ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες