Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ενάργεια
1 item total
ενάργεια η [enárjia] Ο27 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του εναργούς· σαφήνεια, καθαρότητα λόγου, διανοήματος, έκφρασης: ~ ύφους. Εκφράζει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του με ~.

[λόγ. < αρχ. ἐνάργεια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go