Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ελικοπτεροφόρο
1 item total
ελικοπτεροφόρος -α / -ος -ο [elikopterofóros] Ε14 : για πλοίο, που έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει ελικόπτερα. || (ως ουσ.) το ελικοπτεροφόρο, πολεμικό πλοίο που διαθέτει χώρο κατάλληλα διαμορφωμένο για την προσγείωση και την απογείωση ελικοπτέρων.

[λόγ. ελικόπτερ(ον) -ο- + -φόρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go