Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκτυπώνω
1 εγγραφή
εκτυπώνω [ektipóno] -ομαι Ρ1 : 1. μεταφέρω επάνω σε χαρτί γραφικά σύμβολα ή εικόνες χρησιμοποιώντας μια από τις τυπογραφικές μεθόδους· τυπώνω: Εκτυπώνεται το βιβλίο. 2. για εκτύπωση με εκτυπωτή. α. (πληροφ.): Πρέπει να εκτυπώσουμε το αρχείο σε τρία αντίτυπα. β. (γενικότ.): Έχουμε εμφανίσει το φιλμ αλλά δεν το έχουμε εκτυπώσει ακόμη.

[λόγ. < αρχ. ἐκτυπ(ῶ) -ώνω `πλάθω σε έκτυπο΄ κατά την αλλ. της σημ. του τυπώνω & σημδ. αγγλ. print]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες