Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εκτελωνισμος
1 item total
εκτελωνισμός ο [ektelonizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκτελωνίζω· η εκτέλεση των νόμιμων διατυπώσεων για την παραλαβή εμπορεύματος από τελωνείο· εκτελώνιση: Έξοδα / έγγραφα / άδεια εκτελωνισμού. Tο εμπόρευμα έφτασε εγκαίρως αλλά καθυστέρησε ο ~ του.

[λόγ. εκτελωνισ- (εκτελωνίζω) -μός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go