Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκπαιδευτής
1 εγγραφή
εκπαιδευτής ο [ekpeδeftís] Ο7 θηλ. εκπαιδεύτρια [ekpeδéftria] Ο27 : αυτός που εκπαιδεύει άλλους σε ειδικό έργο, τέχνη, επάγγελμα κτλ.: ~ οδηγών αυτοκινήτων. ~ στρατιωτών. || ~ αλόγων / σκύλων· (πρβ. εκγυμναστής).

[λόγ. εκπαιδεύ(ω) -τής· λόγ. εκπαιδευ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες