Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκκενώνω
1 εγγραφή
εκκενώνω [ekenóno] -ομαι Ρ1 : (λόγ.) 1. κάνω κτ. κενό, άδειο· βγάζω έξω από αυτό, του αφαιρώ ό,τι περιέχει· αδειάζω εντελώς: ~ μια δεξαμενή. 2. για σύνολο προσώπων που αποχωρεί, οικειοθελώς ή αναγκαστικά, από το χώρο ή τον τόπο στον οποίο βρίσκεται: Zήτησε από το ακροατήριο να εκκενώσει αμέσως την αίθουσα. || (ειδικότ.) αποχωρώ από μια περιοχή που την κατέχω στρατιωτικά.

[λόγ. < αρχ. ἐκκεν(ῶ) -ώνω `αδειάζω τελείως΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες