Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εκκένωση
1 item total
εκκένωση η [ekénosi] Ο33 : I. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκκενώνω. 1. (λόγ.) αφαίρεση του περιεχομένου· (πρβ. άδειασμα): ~ βόθρου, η αφαίρεση των λυμάτων από αυτόν. Εκκενώσεις βόθρων, ως ονομασία εταιρειών κτλ. που αναλαμβάνουν την αφαίρεση των λυμάτων. 2. ομαδική αποχώρηση ή απομάκρυνση, από χώρο ή τόπο, των προσώπων που βρίσκονται σ΄ αυτόν: ~ μιας αίθουσας / μιας πόλης. || (ειδικότ.) αποχώρηση από μια περιοχή που την κατέχω στρατιωτικά: ~ ενός φρουρίου. II. (φυσ., ηλεκτρολ.) η βίαιη διέλευση ηλεκτρικών φορτίων από ένα αγώγιμο σώμα σε άλλο: Tο φαινόμενο της ηλεκτρικής εκκένωσης συνοδεύεται από άλλα οπτικά ή ηχητικά φαινόμενα.

[λόγ.: I: ελνστ. ἐκκένω(σις) `πλήρες άδειασμα΄ -ση· II: σημδ. αγγλ. discharge]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go