Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εικοτολογώ
1 item total
εικοτολογώ [ikotoloγó] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) μιλώ, διατυπώνω ισχυρισμούς στηριζόμενος όχι σε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά σε συμπεράσματα πρόχειρα και απλώς πιθανά ή αβέβαια.

[λόγ. < ελνστ. εἰκοτολογῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go