Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγκεφαλικός
1 εγγραφή
εγκεφαλικός -ή -ό [engefalikós] Ε1 : 1.(ιατρ.) που ανήκει ή αναφέρεται στον εγκέφαλο ή που σχετίζεται με αυτόν: Εγκεφαλικά αγγεία / νεύρα / κέντρα. Εγκεφαλική ουσία. Εγκεφαλική συμφόρηση / αιμορραγία / διάσειση / θρόμβωση / πάθηση. Εγκεφαλικοί όγκοι / ιστοί. Εγκεφαλικό επεισόδιο. || (ως ουσ.) το εγκεφαλικό, αγγειακό επεισόδιο που εντοπίζεται στον εγκέφαλο: Ύστερα από ένα ισχυρό εγκεφαλικό έπαθε παράλυση της δεξιάς πλευράς. 2. στον οποίο η λογική έχει εξ ολοκλήρου υποτάξει το συναίσθημα: ~ τύπος ανθρώπου. ~ ποιητής. || Εγκεφαλικό ποίημα. Εγκεφαλική ποίηση, που δεν είναι προϊόν πηγαίου συναισθήματος, έμπνευσης, συγκίνησης κτλ. εγκεφαλικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Γράφει τελείως ~.

[λόγ.: 1: γαλλ. encéphalique < αρχ. ἐγκέφαλ(ος) -ique = -ικός· 2: σημδ. γαλλ. cérébral & αγγλ. cerebral]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες