Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εγκάρσιος
1 item total
εγκάρσιος -α -ο [eŋgársios] Ε6 : κάθετος ως προς έναν κατά μήκος νοητό άξονα (σώματος, κτίσματος κτλ.): Εγκάρσια τομή, τομή κατά πλάτος. Εγκάρσια τόξα. Εγκάρσιο κλίτος ενός ναού. εγκάρσια & (λόγ.) εγκαρσίως ΕΠIΡΡ: Tέμνω ~.

[λόγ. < αρχ. ἐγκάρσιος, ἐγκαρσίως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go