Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δωδεκαμελής -ής -ές [δoδekamelís] Ε10 : που αποτελείται από δώδεκα μέλη, πρόσωπα: ~ αντιπροσωπεία. Δωδεκαμελές συμβούλιο / πλήρωμα.
[λόγ. < ελνστ. δωδεκαμελής]