Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δωδεκάμηνος
1 εγγραφή
δωδεκάμηνος -η -ο [δoδekáminos] Ε5 : που διαρκεί δώδεκα μήνες: Δωδεκάμηνη θητεία. || (ως ουσ.) το δωδεκάμηνο, διάστημα δώδεκα μηνών (συνήθ. στη θέση των λέξεων χρόνος ή έτος, όταν αναφερόμαστε σε υπολογισμούς που έχουν ως βάση υποδιαιρέσεις του χρόνου): Οι δόσεις καταβάλλονται κάθε τρίμηνο, εξάμηνο ή δωδεκάμηνο. Yπηρετεί δωδεκάμηνο, δωδεκάμηνη στρατιωτική θητεία.

[λόγ. < αρχ. δωδεκάμηνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες