Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- δυαρχία η [δiarxía] Ο25 : 1. αρχή, εξουσία που ασκείται από δύο άρχοντες συγχρόνως. 2. (φιλοσ.) δυϊσμός.
[λόγ.: 1: ελνστ. δυαρχία `ύπαρξη δύο θεωρητικών αρχών΄· 2: σημδ. γαλλ. dualisme]



