Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δρυοκολάπτης
1 εγγραφή
δρυοκολάπτης ο [δriokoláptis] Ο10 : πτηνό με ισχυρό ράμφος, με μεγάλη γλώσσα και με πόδια κατάλληλα για αναρρίχηση, το οποίο τρέφεται με έντομα που βρίσκει σκαλίζοντας το φλοιό των δέντρων.

[λόγ. < αρχ. δρυοκολάπτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες